ξυλόπνευμα

ξυλόπνευμα
(CH3OH). Είναι η μεθυλική αλκοόλη ή μεθανόλη. Το ξ. είναι υγρό άχρωμο με αδύνατη οσμή. Διαλύεται στο νερό εύκολα. Βράζει σε 64° C και στερεοποιείται σε -97° C. Προκαλεί μέθη και έχει ισχυρή δηλητηριώδη επίδραση που μπορεί να προκαλέσει τύφλωση, ακόμα και τον θάνατο. Είναι άριστο διαλυτικό μέσο. Με οξείδωση του σχηματίζεται στην αρχή φορμαλδεϋδη (και νερό) και έπειτα μυρμηκικό οξύ που τελικά διασπάται σε διοξείδιο του άνθρακα και σε νερό. Δίνει τις γενικές αντιδράσεις των αλκοολών, όπως είναι η αντικατάσταση του υδρογόνου του υδροξυλίου από μέταλλα, η αντικατάσταση του υδροξυλίου από αλογόνα και ο σχηματισμός των μεθυλεστέρων των οργανικών οξέων. Το ξ. ανακαλύφτηκε το 1661 από τον Boyle (Μπόυλε) στο απόσταγμα των ξύλων και γι’ αυτό ονομάστηκε έτσι. Χρησιμοποιείται ευρύτατα ως διαλυτικό μέσο χρωμάτων και βερνικιών. Επίσης χρησιμοποιείται στην παρασκευή του φωτιστικού οινοπνεύματος, φορμαλδεΰδης και χρήσιμων εστέρων (για παρασκευή ορισμένων πλαστικών (περσπέξ κλπ.) Το ξ. παρασκευάζεται βιομηχανικά: 1. Από το υδραέριο συνθετικά (το μεγαλύτερο ποσοστό της παγκόσμιας παραγωγής, θερμαίνεται το υδραέριο σε 300°-400° C και με πίεση μεγαλύτερη από 200 ατμόσφαιρες) και 2. Από τα ξύλα με ξηρή απόσταξη (σε σιδερένια δοχεία και σε θερμοκρασία περίπου 350° C).
* * *
το
άλλη ονομασία τής μεθυλικής αλκοόλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλο + πνεύμα «αλκοόλη». Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στον Ξαυέριο Λάνδερερ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μεθυλικός — ή, ό [μεθύλιο] φρ. «μεθυλική αλκοόλη» χημ. μονοσθενής και πρωτοταγής αλκοόλη με χημικό τύπο CH3OH, γνωστή και με τη συστηματική ονομασία μεθανόλη, αλλ. καρβινόλη ή ξυλόπνευμα …   Dictionary of Greek

  • ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… …   Dictionary of Greek

  • πνεύμα — ατος, το / πνεῡμα, ΝΜΑ, και πνέμα Ν 1. η ψυχή και οι λειτουργίες της, ο ψυχικός κόσμος, σε αντιδιαστολή προς τη σάρκα, την ύλη και τον υλικό κόσμο 2. ο νους και οι ικανότητές του, η ευφυΐα, ο λόγος 3. καθετί το άυλο, το ασύλληπτο με τις αισθήσεις …   Dictionary of Greek

  • μεθυλική αλκοόλη — Οργανική ένωση που ανήκει στις πρωτοταγείς αλκοόλες, με χημικό τύπο CH3OH. Είναι γνωστή και ως μεθανόλη. Πρόκειται για άχρωμο πτητικό υγρό με χαρακτηριστική οσμή και εξαιρετικά εύφλεκτο. Η μ.α. είναι εξαιρετικά τοξική κατά την εισπνοή, την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”